- εφαγνίζω
- ἐφαγνίζω και δ. αν. αφαγνίζω* (Α)τελώ ιερή λατρεία, τελετή, ειδ. νεκρική θυσία, τελώ τις καθιερωμένες τελετές προς τους νεκρούς («Ἐτεοκλέα μέν... τάφῳ κρύψαι καὶ τὰ πάντ' ἐφαγνίσαι [δ. αν. ἀφαγνίσαι]», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἁγνίζω (< ἁγνός)].
Dictionary of Greek. 2013.